Το να είσαι μητέρα και εργαζόμενη γυναίκα αποτελεί για την ελληνική κοινωνία, πάντα με τις επικρατούσες συνθήκες, ένα μεγάλο κατόρθωμα.
Χιλιάδες μητέρες στο πέρασμα των χρόνων έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν την εργασία τους, λόγω της υποχρέωσης να μεγαλώσουν και να αναθρέψουν τα παιδιά τους. Παράλληλα ακόμα περισσότερες γυναίκες αποφάσισαν να αναβάλουν την απόφαση να γίνουν μητέρες, καθώς γνώριζαν τις μεγάλες δυσκολίες που θα αντιμετώπιζαν στην προσπάθεια τους να τα συνδυάσουν.
Μετά από πολλούς αγώνες στις 28 Μάιου του 1952 οι γυναίκες καταφέρνουν να κερδίσουν την θεσμοθέτηση του δικαιώματος της καθολικής ψήφου. Έκτοτε άρχισε να προστατεύεται το δικαίωμα των γυναικών στην εργασία. Γίνεται ειδική αναφορά στο Ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 5 παράγραφος 1, αλλά και στο άρθρο 116 παράγραφος 2. Ο νομοθέτης έχει λάβει μέτρα για την διασφάλιση της ισότητας των γυναικών απέναντι στους άνδρες, ώστε να απολαμβάνουν μια ίση και δίκαιη μεταχείριση στον εργασιακό τομέα. Ενώ παράλληλα, ο νομοθέτης έχει λάβει ειδικές ρυθμίσεις για την προστασία της μητρότητας (π.χ. άδεια μητρότητας).
Παρόλο που σε νομοθετικό πλαίσιο η εργαζόμενη γυναίκα και μητέρα, φαίνεται να είναι καλυμμένη και προστατευμένη, στη πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο. Καθώς πέρα από τον δημόσιο τομέα που τηρούνται αυτά τα νομοθετήματα, στον ιδιωτικό τομέα επικρατεί το χάος και το σκοτάδι. Οι γυναίκες μπαίνουν σε μια πολύ άβολη και ταυτόχρονα δύσκολη θέση ήδη από την συνέντευξη τους για εργασία. Διότι έρχονται αντιμέτωπες με αδιάκριτες ερωτήσεις τύπου «Σκέφτεστε να αποκτήσετε παιδιά στο άμεσο μέλλον;» Μια τέτοιου είδους ερώτηση παραβιάζει την προσωπική ζωή της γυναίκας, ενώ παράλληλα ο υποψήφιος εργοδότης της θέλει έμμεσα να περάσει το μήνυμα, πως άμα θέλει να εργαστεί για εκείνον, η μητρότητα αποτελεί κάτι το απαγορευμένο.
Αποτελεί αναπόσπαστο δικαίωμα κάθε γυναίκας το να μπορεί να εργαστεί και παράλληλα να είναι μητέρα, εφόσον πάντα η ίδια επιθυμεί κάτι τέτοιο. Γιατί όμως αποτελεί η εργασία κάτι τόσο σημαντικό για την ίδια την μητέρα; Δύο βασικοί λόγοι είναι: Πρώτον, γιατί αποκομίζει οικονομική ανεξαρτησία και δεν την είναι δέσμια στον/στην σύντροφο της. Ενώ δεύτερον βοηθάει σημαντικά στην ψυχολογία της γυναίκας, καθώς αλλάζει περιβάλλον (βγαίνει από το στενό οικογενειακό πλαίσιο), έρχεται σε αλληλεπίδραση με νέους ανθρώπους που βοηθάει στην συνεχή κοινωνικοποίηση της και παραμένει δημιουργική στο πλαίσιο της εργασίας της.
Εν κατακλείδι γίνεται κατανοητό, πως η μητρότητα και η εργασία σε συνδυασμό αποτελούν κάτι δύσκολο στις ημέρες μας. Επιπρόσθετα το κράτος έχει την υποχρέωση να στηρίζει κάθε εργαζόμενη γυναίκα και μητέρα στον αγώνα που δίνει. Καμία γυναίκα δεν πρέπει να σταματήσει να διεκδικεί αυτά που της αξίζουν.